- δαίδαλος
- I
Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά έργα. Οι αρχαίοι τού απέδιδαν διάφορα έργα τέχνης της αρχαϊκής εποχής. Ο Δ. κατασκεύασε υπέροχα αγάλματα με εκφραστικό βλέμμα και σε στάση βαδίσματος, ενώ παράλληλα επινόησε νέες τεχνικές τελειοποιήσεις· έτσι οι απλοϊκοί άνθρωποι που τα πρωτοείδαν νόμισαν, σύμφωνα με την παράδοση, πως ήταν αγάλματα τα οποία έβλεπαν και μπορούσαν να βαδίσουν.Επειδή σκότωσε τον ανιψιό του και μαθητή του Τάλω, ο οποίος φαινόταν πως θα τον ξεπερνούσε με το ταλέντο του, καταδικάστηκε από τον Άρειο Πάγο και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να καταφύγει στην αυλή του βασιλιά Μίνωα στην Κρήτη, όπου κατασκεύασε τον περίφημο Λαβύρινθο. Εκεί φυλακίστηκε μαζί με τον γιο του Ίκαρο, επειδή είχε ευνοήσει τους έρωτες της βασίλισσας Πασιφάης με τον ιερό ταύρο. Κατόρθωσαν όμως να δραπετεύσουν πετώντας με τα φτερά που είχαν κατασκευάσει και προσαρμόσει στους ώμους τους με κερί. Ο Ίκαρος, όμως, αψηφώντας τις οδηγίες του πατέρα του, πλησίασε πολύ τον Ήλιο και έλιωσε το κερί, με αποτέλεσμα να πέσει στη θάλασσα που ονομάστηκε από τότε Ικάριο πέλαγος. Συνεχίζοντας την πτήση του ο Δ. έφτασε στην Κύμη της Ιταλίας όπου έχτισε έναν ναό του Απόλλωνα. Μετά κατέφυγε στην αυλή του Βασιλιά Κωκάλου στο Καμικό της Σικελίας. Ο Μίνως, ο οποίος κατόρθωσε να βρει τα ίχνη του Δ., πήγε εκεί και ζήτησε να του παραδώσουν τον φυλακισμένο του. Οι θυγατέρες όμως του Κωκάλου έπνιξαν τον Μίνωα στο λουτρό του. Γεμάτος ευγνωμοσύνη, ο Δ. συνέχισε και εκεί την καλλιτεχνική του δραστηριότητα και πλούτισε με σπάνιας ωραιότητας έργα το βασίλειο του Κωκάλου.
Ο Δαίδαλος, ο μυθικός τεχνίτης και κατασκευαστής του Λαβύρινθου, συνομιλεί με τη σύζυγο του Μίνωα Πασιφάη, σε νωπογραφία του 1ου αι. μ.Χ. (Σπίτι των Βέτι, Πομπηία).
IIΑρχαίο γλυπτό που εικονίζει τον Δαίδαλο να κατασκευάζει τα φτερά του γιου του.
(τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Γλύπτης γνωστός με την προσωνυμία Δ. ο Σικύωνος. Ήταν γιος και μαθητής του Πατροκλή, που ίσως ήταν αδελφός του Πολυκλείτου. Φιλοτέχνησε κυρίως αγάλματα αθλητών, από τα οποία έξι στην Ολυμπία, όπου βρέθηκαν δύο βάσεις με υπογραφή. Στην Άλτη της Ολυμπίας φιλοτέχνησε επίσης ένα τρόπαιο για τη νίκη των Ηλείων εναντίον των Σπαρτιατών. Στους Δελφούς, όπου βρέθηκε μία άλλη βάση μνημείου με υπογραφή, κατασκεύασε τα αγάλματα του Αρκάδα και της Νίκης στον θησαυρό των Αρκάδων, ύστερα από τη νίκη εναντίον της Σπάρτης (369 π.Χ.). Ο Πλίνιος αναφέρει επίσης δύο αγάλματα παιδιών, τους αποξυόμενους. Το ωραιότερο έργο του όμως θεωρείται η Οκλάζουσα Αφροδίτη.* * *ο (Α δαίδαλος, -ον)(το αρσ. ως κύριο όνομα) Δαίδαλος, ομυθικός τεχνίτης και γλύπτης από την Κνωσσό, σύγχρονος τού Μίνωοςνεοελλ.1. περίπλοκος διάδρομος ή σύστημα διαδρόμων όπου δεν είναι εύκολο να βρει κανείς την έξοδο («οι δαίδαλοι τού ανακτόρου»)2. περίπλοκη σειρά (κυρίως στη διατύπωση) την οποία δύσκολα παρακολουθεί κανείς («δαίδαλος επιχειρηματολογίας»)αρχ.Ι. ως επίθ.1. δουλεμένος περίτεχνα2. πολύχρωμος, κατάστικτοςII. ως ουσ.1. (το ουδ. εν.) δαίδαλον, τοκόσμημα ενδύματος2. (το ουδ. πληθ.) α) καλλιτεχνήματαβ) γλυπτά έργαγ) γιορτή τής Ήρας στο Άργος.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρ' όλο που ανήκουν στην ίδια γλωσσική οικογένεια, δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί με ακρίβεια η σχέση μεταξύ τών δαίδαλος, δαίδαλον, δαιδάλλω. Υποστηρίχτηκε ότι το δαιδάλλω είναι μετονοματικό παράγωγο τών δαίδαλος, δαίδαλον, ενώ κατ' άλλους το δαιδάλλω είναι παλαιός επιτατικός τ. ενεστώτα που σχηματίστηκε με αναδιπλασιασμό και τού οποίου παράγωγα είναι τα δαίδαλος, δαίδαλον. Οι δύο αυτές ετυμολογίες συγκλίνουν πιθ. σε μια κοινή ινδοευρ. προέλευση από ρίζα *del- «σχίζω, κλαδεύω», που απαντά ίσως και στα δέλτος*, δηλέομαι* (πρβλ. λατ. dolō «κόβω, πελεκίζω», αρχ. ινδ. dar-dar(ī) -ti «σχίζω» κ.ά.) και κατά την οποία το θ. δαιδαλ- < *δαλδαλ- με αναδιπλασιασμό και ανομοίωση του δαλ σε δαι- (πρβλ. παιπάλη κ.ά.). Σύμφωνα, τέλος, με άλλη υπόθεση, το δαίδαλον είναι λέξη μεσογειακής προελεύσεως, τής οποίας παράγωγο είναι το δαιδάλλω και σύνθετο το πολυδαίδαλος, από το οποίο αποσπάστηκε το δαίδαλος].
Dictionary of Greek. 2013.